Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

SITE:2



SITE:2

Η απόφαση για την τελική διαμόρφωση της εγκατάστασης γίνεται μετά από δοκιμές και προσαρμογή της αρχικής ιδέας στις επιτόπου συνθήκες. Τα πλαγιασμένα ξύλα στηρίζουν τα πανώ με τις αφηγήσεις, ενώ τα γεμισμένα με άμμο σακιά αντιστηρίζουν τις πάνω πλευρές τους. Οι ιστορίες είναι μεταφρασμένες στα ιταλικά. Με ανοικτό γκρι χρώμα διαφαίνεται τα ελληνικό κείμενο.


SITE:2/προθέσεις



Η αρχική ιδέα για ανάρτηση στύλων για τη δημιουργία εικόνας που "αντιγράφει την τάξη, την επανάληψη και την καθετότητα των στηρίξεων των παρακείμενων αμπελιών στη συνέχεια θα εγκαταλειφθεί.

SITE:2




Τα υλικά της εγκατάστασης: η επανάληψη και η συσσώρευση δημιουργούν νόημα.

SITE:1


Το πρώτο Site, η αρχική μας πρόταση για την ανάρτηση των αφηγήσεων στις ελιές. Τελικά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χώρο, παρόλα αυτά όμως κάνουμε μια "εφαρμογή" με όρους απόλαυσης όπως θα έλεγε και ο Ντάννυ.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Πάρκο της Μαρέμα




Το site βρίσκεται στην άκρη ενός περιβαλλοντικού πάρκου που καταλήγει στη θάλασσα. Απέναντι φαίνεται η Κορσική. Στην παραλία η φύση έχει δημιουργήσει τη δική της εγκατάσταση.

Around the site






Τη δεύτερη μέρα οι εκτυπώσεις δεν είναι έτοιμες οπότε κάνουμε με το Ντάννυ μια βόλτα γύρω από τις εγκαταστάσεις. Εκεί βρίσκονται και οι πηγές των δύο διαφορετικών σχεδίων μας για την εγκατάσταση: το δέντρο της ελιάς και τα κάθετα ξύλα που στηρίζουν τ΄αμπέλια.

Coming to Enaoli





Φτάνοντας στο Enaoli, αρχικά από κάτι σαν κέντρο προστασίας ορφανών από αγροτικές οικογένειες που τώρα χρησιμεύει σαν Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και έδρα του τοπικού παραρτήματος της Legambiente. Κυπαρίσσια, δεντρολίβανο και στο βάθος ένας λόφος με ελιές που θα εξερευνήσουμε τη δεύτερη μέρα.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Concept Text

The Memory Transference Project

Angeliki Avgitidou Iordanis Stylidis

The ideological basis of this work lies in our intention to view art as medium of influence, critical assessment, acceptance or dismissal and in these ways an intellectual uplift of every observer or demanding visitor of this site-specific installation.

Our initial intentions was for a work that deals with nature as memory in a reality of a modern man and woman whom experience nature as a gateway, a playground or a weekend immersion separate from their daily routines. Life within nature is a childhood memory, a cherished summer with the grandparents, a traumatic displacement or the intimidating unknown. A letter was addressed to about thirty people asking them to narrate a story of their life in nature. No particular explanations were given as to the definition of nature, people were only asked to be direct and concise. This letter can be regarded as an odd and sudden question left in the street, something the wind might scatter. Some days later and in no particular ideologically ordered behaviour the answers arrived.

The fifteen answers gathered were translated in Italian nad designed to be viewed in site. They anticipate a group of people for whom it will never be proven that they approached, read, thought, or because of this work of art, would like to meet, spend hours with, discuss or even narrate their own story to the artists.

The collected stories were printed in cloth and hung by wooden poles in the field, like strange fruits of an earth that is formed in the ocean of the ideological versions of every artistic gesture. They can be gathered by the visitor, they can satisfy his hunger, they can annoy her, they can make him tell his own story, or they can –much later- in a distant land from the ones that bore and put them up, encourage them to construct their own analogy of the project. In this way the ideal visitor of the site may fill a piece of earth with the way and variations of a life lived. This ideal but simultaneously hidden artistic act, the diffusion of a life on the earth surface holds a big part in the wishes of the operators and carriers of these fifteen stories.

Κείμενο για το έργο

Εγχείρημα-Eγκατάσταση

στο GROSSETTO της Bόρειας Iταλίας

H ιδεολογική πρόθεση βασίζεται σε μια σειρά από επιλογές που καθορίζουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε πλέον (..ο Iορδάνης Στυλίδης, δηλαδή, και η Aγγελική Aυγητίδου) το φαινόμενο της Tέχνης και την επιθυμία μας να πραγματοποιήσουμε όσα θεωρούμε ότι μπορούν να περιληφθούν σε αυτή την επιθυμία ή να ελέγξουμε αν και πως αυτή η επιθυμία μπορεί να αποτελέσει στοιχείο είτε επιρροής και ιδεολογικής προσέγγισης είτε κριτικού έλεγχου, αποδοχής ή απόρριψης και κατά συνέπεια στοιχείο της διανοητικής εξύψωσης κάθε παρατηρητή ή απαιτητικού επισκέπτη της εγκατάστασης.


Kάθε φορά που ένα τέτοιο συμβάν ολοκληρώνεται (..η επίσκεψη, η περιήγηση, η αναγνώριση και ο κριτικός έλεγχος της εγκατάστασης δηλαδή…) τότε ένα τακτοποιημένο ιδεολογικό πεδίο (…η πρότασή μας στο χώρο…) είτε θετικά είτε αρνητικά, ενεργοποιεί μια συνείδηση και την μεταβάλλει σε απόλυτο ελεγκτή του κόσμου.

Tο έργο είναι η διαχείρηση του αποτελέσματος (…των δεκαπέντε απαντήσεων…) της επιστολής που συντάξαμε και στείλαμε σε 30 περίπου παραλήπτες. H επιστολή μπορεί να θεωρηθεί ως μια παράξενη και ξαφνική ερώτηση που αφήνεται σε ένα δρόμο, που σκορπίζεται στον άνεμο και ύστερα (…μέρες μετά) συλλέγονται χωρίς καμμιά ιδιαίτερη, ιδεολογικής τάξης συμπεριφορά, οι απαντήσεις.

Oι απαντήσεις που συλλέχτηκαν μετατράπηκαν σε κείμενο μιας άλλης γλώσσας και τυπώθηκαν με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να αποτελέσουν και να υλικοποιήσουν την ιδέα μιας ομάδας από λεπτομέρειες της ζωής των ανθρώπων που ποτέ κανείς δεν θα συναντήσει.

Oι απαντήσεις ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή αναμένοντας μια άλλη ομάδα ανθρώπων που επίσης ποτέ δεν θα αποδειχτεί ότι πλησίασαν και διάβασαν και σκέφτηκαν πως θα ήθελαν, με τη σειρά τους και εξ’αιτίας αυτής της πράξης, να συναντήσουν τους συγγραφείς και να περάσουν αρκετές ώρες μαζί τους …ώστε να συμφωνήσουν, …ίσως να ρωτήσουν κάτι περισσότερο, να τους δείξουν ένα άλλο δικό τους σημείο στον τόπο τους ή να αφηγηθούν και αυτή τη δική τους ιστορία.

Tο αίτημα που στάλθηκε σε αυτούς τους 30 ανθρώπους ήταν να αναφέρουν μια προσωπική τους ιστορία σε σχέση με την φύση, με ό,τι ορίζουν αυτοί σαν φύση, με ό,τι θεωρούν οτι συμπεριλαμβάνεται ή αποκλείεται από αυτή τη σχέση. Nα γράψουν με ένα τρόπο ευθύ, σαν να αφηγούνται αυτή τη μικρή ιστορία σε όποιον, μαζί με αυτούς, βρέθηκε ένα δροσερό απόγευμα σε μια παραλία, στην πλευρά ενός λόφου ή στην κουζίνα ενός διαμερίσματος που η πόρτα του είναι ανοιχτή προς το τοπίο.

Oι αφηγήσεις αυτές τυπώθηκαν σε υφασμάτινες επιφάνειες και αναρτήθηκαν σε ξύλινους πασσάλους στην εξοχή, σαν παράξενοι καρποί μιας γης που σχηματίζεται μέσα στον ωκεανό των ιδεολογικών εκδοχών κάθε εικαστικής χειρονομίας.

Mπορούν να συλλεχτούν από τον επισκέπτη, μπορούν να τον χορτάσουν, μπορεί να τον ενοχλήσουν, μπορεί να τον αναγκάσουν να αφηγηθεί την εμπειρία του,…μπορεί …πολύ αργότερα, σε ένα τοπο πολύ μακρύτερα από το σημείο που φύτρωσαν να αυξήσουν την επιθυμία του να ενεργήσει ή να επιχειρήσει να κατασκευάσει και αυτός κάτι ανάλογο. Nα γράψει τις δικές του ιστορίες σε μικρά τσαλακωμένα χαρτιά και να τα αφήνει να χαθούν στον άνεμο, να διασχίσουν ορεινά μονοπάτια, μεγάλα ανοίγματα στις πόλεις του νότου ή ακόμα να περάσουν πάνω απο θάλασσες. Aν συνεχίσει έτσι, αυτός ο ιδεώδης επισκέπτης της εγκατάστασης, μπορεί να γεμίσει μια ολόκληρη περιοχή του κόσμου με τον τρόπο και τις διακυμάνσεις της ζωής που έζησε. Aυτή η ιδανική αλλά ταυτόχρονα κρυφή εικαστική πράξη, η εκτόνωση μια ζωής πάνω στην επιφάνεια του πλανήτη είναι ένα μεγάλο μέρος της επιθυμίας των χειριστών και των μεταφορέων των δεκαπέντε ιστοριών.

Oι αφηγήσεις αυτές παραχωρήθηκαν και έδωσαν το δικαίωμα στους δύο χειριστές τους να γεμίσουν με νόημα ένα κομμάτι του χρόνου τους. Nα διεκδικήσουν μια θέση στον πληθυσμό των ανθρώπων που εκδηλώνουν εύκολα και ουσιαστικά τις σκέψεις τους προς τους άλλους, που θεωρούν πως ο έλεγχος των πράξεων και του εαυτού τους, το παιχνίδι της γέννησης, της αντιπαράθεσης και της αποδοχής σκέψεων και συμπεριφορών είναι ο μοναδικός δείκτης της απολαυστικής ιδέας για τη ζωή.

Oι υφασμάτινες επιφάνειες με τις τυπωμένες ιστορίες θα στερεωθούν σε ξύλινους πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος και θα στερεωθούν γερά για να αντιστέκονται στον άνεμο με δύο υφασμάτινους μικρούς σάκους γεμάτους χώμα από την περιοχή. Eτσι, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, εξ αιτίας αυτής της μικρής κατασκευαστικής λεπτομέρειας, εμπλουτίζεται το νόημα της εικαστικής χειρονομίας.

Oλα φαίνεται να δείχνουν πως το κυρίαρχο στοιχείο αυτής της πρόσκλησης, αυτής της επίσκεψης και του ευγενικού κόπου να συγκεντρωθούν τα αποστάγματα της ζωής των ανθρώπων και να αφεθούν να γεμίσουν τις ζωές όσων, εκεί μακρύτερα, θελήσουν να γίνει κάτι τέτοιο, είναι το ζωτικό συστατικό κάθε χειρονομίας στην Tέχνη, είτε αυτή η χειρονομία ανήκε και τροφοδοτούσε την Tέχνη ως τώρα, σαν ένα παγωμένος δείκτης προς μια αλήθεια για τη ζωή… είτε ως ένα θριαμβεύον συστατικό της ίδιας της ζωής.

Tου τρόπου δηλαδή με τον οποίο ο Iορδάνης Στυλίδης και η Aγγελική Aυγητίδου επιχειρούν να εργαστούν και να υπερασπιστούν… ενώνωντας σημειολογικά την πράξη και το περιεχόμενό της σε μια μοναδική χειρονομία.

Ιστορία Ειρήνης

Πήραμε το τραμ από το κεντρικό δρόμο του Όσλο και μετά από λίγο βρεθήκαμε στο βουνό μέσα στο δάσος.

Η αλλαγή από το αστικό τοπίο στο δάσος έγινε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που πήρε ώρα να χαλαρώσω.

Χαθήκαμε. Ξεχαστήκαμε. Κάποια στιγμή το δάσος «τελείωσε».Πάνω που είχαμε κουραστεί και ελαφρώς αγχωθεί για το πού βρισκόμαστε.

Είμαστε σε μια χιονοδρομική πίστα.

Από κει το τοπίο γύρω έμοιαζε με καρτ-ποστάλ του ’60, επιχρωματισμένη, με δέντρα στο τέλειο σχήμα και ουρανό μπλε- τυρκουάζ.

Προσανατολιστήκαμε.

Ξαπλώσαμε κάτω από τα ακίνητα lifts και αποκοιμηθήκαμε ζαλισμένοι από τον ήλιο.

Ήταν μέσα Αυγούστου.

Ήταν λίγο παράδοξο.

Ιστορία Θανάση

Αγαπητέ μου φίλε, βαρέθηκα αυτές τις διακρίσεις, πολιτισμός και φύση, φύση και πολιτισμός, φτάνει πια. Αυτά είναι αλληλένδετα. Εξημερώνει ο άνθρωπος τα φυτά, εξημερώνει τα ζώα, και ταυτόχρονα εξημερώνεται. Το καταλαβαίνεις αυτό; Το έχουν πει πολλές φορές, διάφοροι, με διαφορετική ορολογία. Το λένε και σταματούν εκεί. Κανονικά θα έπρεπε να προχωρήσουν και στο αντίθετο του, όπως εξημερώνεις και εξημερώνεσαι, έτσι εξαγριώνεις και εξαγριώνεσαι. Άσε λοιπόν τις διακρίσεις μεταξύ πολιτισμού και φύσης. Καθόλου απολίτιστος δεν είμαι που σκότωσα μερικές γάτες. Άλλωστε, γιατί δεν σκότωσα ποτέ έναν σκύλο ή κάποιο πουλί; Είναι τυχαίο αυτό; Ούτε μύγα σκότωσα. Ούτε μυρμήγκι. Μόνο κανένα κουνούπι πότε πότε τα καλοκαίρια, όταν μας τσιμπούν και μάς τρελαίνουν στη φαγούρα. Μας εξαγριώνουν τα κουνούπια, μας εξαγριώνουν και κάποιες γάτες, όπως η Κανέλα, η πρώτη που σκότωσα. Όσο την περιποιόμουν τόσο αυτή καιροφυλακτούσε για να με γρατσουνίσει. Η προσωποποίηση της αγνωμοσύνης. Σκέφτηκα ότι ήταν του χαρακτήρα της, αλλά και η Γαλανή τα ίδια έκανε. Και η Τίγρη. Και ο Μήτσος. Η Μικρή. Ο Λούκουλος... Από εκεί και πέρα δεν ξανάβαλα γάτα στο σπίτι μου, και φροντίζω να μην περνάνε ούτε από τον κήπο μου. Σταμάτα, λοιπόν, αυτές τις διακρίσεις πολιτισμού και φύσης.

Ιστορία Βασίλη

Όταν ήμουν 15 με 16 χρονών είχα μανία να καταστρέφω και να σπάζω πράγματα. Στο βουνό πάνω από το χωριό μου ήταν ένα μέρος με βράχους κι εκεί παίζαμε. Μια μέρα μου καρφώθηκε να ξεκολλήσω έναν από αυτούς, έναν πολύ μεγάλο που είχε κάνει μια ρωγμή με το έδαφος. Δυο-τρία παιδιά ακόμη με βοήθησαν και κάποια στιγμή ο βράχος ξεκόλλησε. Άρχισε τότε να κατρακυλά το βουνό και να κατευθύνεται προς το χωριό. Καθώς κατηφόριζε μικρά κομμάτια πέτρας εκσφενδονίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Πλησιάζοντας στο χωριό ο βράχος άρχισε να κάνει γκελ και συνέχισε να κατηφορίζει ώσπου χάθηκε από τα μάτια μας. Θα είχε πέσει στο χωριό. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Πού πήγε και σε ποιανού το σπίτι είχε πέσει; Σίγουρα τώρα δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Ξεκινήσαμε να περπατάμε μες στο βουνό. Πόσο όμως να λείψουμε;

Αρχίσαμε να πεινάμε να διψάμε. Κάποια στιγμή αποφασίζουμε να γυρίσουμε πίσω. Δειλά, δειλά πλησιάζουμε κι αφουγκραζόμαστε. Ούτε φασαρία, ούτε αλαλαγμοί. Κοιτάμε τα σπίτια, όλα εντάξει. Ανακούφιση. Αλλά που πήγε ο βράχος, εξαφανίστηκε; Ψάχνουμε, ψάχνουμε και τι βρίσκουμε; Σε ένα πλάτωμα, πάνω από το χωριό, σε ένα τελευταίο του γκελ, ο βράχος έχει καρφωθεί αναποδογυρισμένος στο έδαφος, μια στροφή πριν την πρώτη στέγη.

Ιστορία Δημήτρη

Όταν ήμασταν μικροί κάποια στιγμή ανακαλύψαμε το κάπνισμα. Μαζεύαμε λεφτά ρεφενέ και αγοράζαμε ένα πακέτο. Ο περιπτεράς δεν υποψιαζόταν τίποτα γιατί οι μεγάλοι μας έστελναν συνέχεια ν’ αγοράσουμε τσιγάρα. Πηγαίναμε στο δάσος και καπνίζαμε. Στο τέλος κρύβαμε το πακέτο στην κουφάλα ενός δέντρου, εκεί και το ξαναβρίσκαμε. Έλα όμως που πολλές φορές το ξαναβρίσκαμε λειψό. Άναβε τότε η συζήτηση: Ποιος ήρθε και με ποια παρέα, δώσαν κι αυτοί τον οβολό τους ή μας πιάσανε κορόϊδο;