Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Ιστορία Βασίλη

Όταν ήμουν 15 με 16 χρονών είχα μανία να καταστρέφω και να σπάζω πράγματα. Στο βουνό πάνω από το χωριό μου ήταν ένα μέρος με βράχους κι εκεί παίζαμε. Μια μέρα μου καρφώθηκε να ξεκολλήσω έναν από αυτούς, έναν πολύ μεγάλο που είχε κάνει μια ρωγμή με το έδαφος. Δυο-τρία παιδιά ακόμη με βοήθησαν και κάποια στιγμή ο βράχος ξεκόλλησε. Άρχισε τότε να κατρακυλά το βουνό και να κατευθύνεται προς το χωριό. Καθώς κατηφόριζε μικρά κομμάτια πέτρας εκσφενδονίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Πλησιάζοντας στο χωριό ο βράχος άρχισε να κάνει γκελ και συνέχισε να κατηφορίζει ώσπου χάθηκε από τα μάτια μας. Θα είχε πέσει στο χωριό. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Πού πήγε και σε ποιανού το σπίτι είχε πέσει; Σίγουρα τώρα δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Ξεκινήσαμε να περπατάμε μες στο βουνό. Πόσο όμως να λείψουμε;

Αρχίσαμε να πεινάμε να διψάμε. Κάποια στιγμή αποφασίζουμε να γυρίσουμε πίσω. Δειλά, δειλά πλησιάζουμε κι αφουγκραζόμαστε. Ούτε φασαρία, ούτε αλαλαγμοί. Κοιτάμε τα σπίτια, όλα εντάξει. Ανακούφιση. Αλλά που πήγε ο βράχος, εξαφανίστηκε; Ψάχνουμε, ψάχνουμε και τι βρίσκουμε; Σε ένα πλάτωμα, πάνω από το χωριό, σε ένα τελευταίο του γκελ, ο βράχος έχει καρφωθεί αναποδογυρισμένος στο έδαφος, μια στροφή πριν την πρώτη στέγη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: